- πυρολιδίνη
- η, Νχημ. βλ. πυρρολιδίνη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρρολιδίνη — και πυρολιδίνη, η, Ν χημ. αζωτούχα, κυκλική οργανική ένωση, γνωστή και ως τετραϋδροπυρρόλιο, η οποία παράγεται κατά τη θερμική διάσπαση τού υδροχλωρικού άλατος τής τετραμεθυλενοδιαμίνης και χρησιμοποιείται για την παρασκευή φαρμακευτικών… … Dictionary of Greek
πυρόλιο — Ετεροκυκλική ένωση με πέντε άτομα, η οποία αποτελεί τον θεμελιώδη πυρήνα μιας εκτεταμένης τάξης ενώσεων (ομάδα του π.), στην οποία ανήκουν ενδιαφέροντα φυσικά και συνθετικά προϊόντα. Στην καθαρή κατάσταση, το π. είναι έλαιο σχεδόν άχρωμο, με… … Dictionary of Greek